- μετρῆσαν
- μετρέωmeasureaor part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μέτρησαν — μετρέω measure aor ind act 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… … Dictionary of Greek
συμμετρώ — συμμετρῶ, έω, ΝΜΑ [σύμμετρος] 1. μετρώ κάτι από κοινού με κάποιον ή μαζί με κάτι άλλο 2. προσδιορίζω την αναλογία ενός πράγματος σε σχέση με κάτι άλλο, μετρώ κάτι συγκριτικά με κάτι άλλο αρχ. (μέσ. και παθ.) συμμετροῡμαι, έομαι α) συμπεραίνω,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
κβάσαρ — (Αστρον.). Ουράνια σώματα, που χαρακτηρίζονται από μεγάλη λαμπρότητα και ισχυρή ραδιοακτινοβολία. Ο όρος κ. (quasar) είναι σύντμηση της αγγλικής έκφρασης quasi stellar radio sources (αστρικές ραδιοπηγές). Τα κ. δεν μπορούν να περιληφθούν σε καμία … Dictionary of Greek
λεπτόνια — Ομάδα ελαφρών στοιχειωδών σωματιδίων υψηλών ενεργειών, των οποίων η μάζα κυμαίνεται μεταξύ 0 και 100 ΜeV (γενικότερα, τα στοιχειώδη σωμάτια χωρίζονται, ανάλογα με τη μάζα τους, σε τέσσερις κατηγορίες: στα φωτόνια, στα λ., στα μεσόνια και στα… … Dictionary of Greek
συμπίεση — η άσκηση πίεσης πάνω σε κάτι ώστε να γίνει μικρότερο, να καταλάβει μικρότερο χώρο: Μέτρησαν τη συμπίεση της μηχανής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)